Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διάχυλος — ο (Α ος, ον) ο γεμάτος χυμό νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το διάχυλο είδος εμπλάστρου* … Dictionary of Greek
διάχυλα — διάχυλος juicy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)